- ἐρυμνότης
- ἐρυμνότηςstrengthfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυμνότης — ἐρυμνότης, ἡ (Α) [ερυμνός] 1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.) 2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων … Dictionary of Greek
ἐρυμνότητα — ἐρυμνότης strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυμνότητας — ἐρυμνότης strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυμνότητι — ἐρυμνότης strength fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυμνότητος — ἐρυμνότης strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՄՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0076 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ὁχύρωμα, ἑρυμνότης, κρημνότης munitio, munimentum, firmitas Ամո՛ւր եւ անքոյթ գոլն. յապահովութիւն. պատսպարութիւն. հաստատութիւն, սերտութիւն. պնդութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)